Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ

Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ


Οι υπαξιωματικοί κατά τον ίδιο λόγο με τους αξιωματικούς ασκούν ένα «αξίωμα», δηλαδή μια υποχρέωση στην υπηρεσία του Κράτους.
Αυτή η υποχρέωση είναι η πιο ευγενής και σοβαρή, αφού πρόκειται να συντηρήσουν και να υποστηρίξουν τα όπλα του Έθνους κάτω από την επίβλεψη των νόμων της Δημοκρατίας και σύμφωνα με τους κανονισμούς της στρατιωτικής τιμής. Η μεγαλοσύνη καθώς και η δουλειά του στρατιωτικού επαγγέλματος, πηγάζουν από τα ανωτέρω.
Το λειτούργημα του αξιωματικού τον οδηγεί στο να αναλαμβάνει ευθύνες και να παίρνει πρωτοβουλίες. Η αποστολή του υπαξιωματικού είναι να επιβεβαιώνει την εκτέλεση των διαταγών και καταβάλλοντας και τον εαυτόν του να επιβλέπει για την συνοχή του συνόλου.
Αυτά τα δυο λειτουργήματα (υποχρεώσεις) είναι συμπληρωματικά και αδιαχώριστα το ένα από το άλλο. Συνιστούν αυτό που ονομάζομε «αρχή», που κάνει το Στρατό ένα οργανισμό ουσιαστικά φτιαγμένο για δράση. Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί είναι τόσο κοντά στην άσκηση των σεβαστών υποχρεώσεων τους και τόσο αναμεμιγμένοι στις λειτουργίες τους ώστε ένα μεγάλο μέρος των πρώτων στρατολογούνται από τους δεύτερους.
Από την ενότητα προορισμού που φέρνει κοντά αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, συνεπάγεται ότι τα δυο σώματα, απαιτούν τα ίδια φυσικά και ηθικά προσόντα, την ίδια αφοσίωση στο Κράτος, την ίδια αυταπάρνηση για την υπηρεσία.
Μια από τις πρώτες αποστολές των υπαξιωματικών δεν θα μπορούσαμε να την απεικονίσουμε καλύτερα παρά μέσα σ' αυτά τα πλαίσια της μορφώσεως, της διαπλάσεως και του σχηματισμού των νέων μέσα στο στράτευμα. Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί συμμετέχουν σ’ αυτό, αλλά ο ρόλος των υπαξιωματικών είναι ο σπουδαιότερος επειδή είναι άμεσα και σταθερά πιο κοντά στους στρατευμένους νέους.
Η διάπλαση που γίνεται από τους υπαξιωματικούς πρέπει να. είναι πρώτα απ' όλα στρατιωτική εφ' όσον ο πρώτος σκοπός του στρατού είναι να προετοιμάσει τον άνθρωπο για την μάχη, αλλά σφυρηλατώντας τα προσόντα του στρατιώτου σφυρηλατούν επίσης και αυτά του πολίτου.
Η διάπλαση των ανθρώπων προσφέρει στους υπαξιωματικούς μια αποστολή, σε καιρό ειρήνης το ίδιο ενθουσιώδη με άλλες αποστολές σε καιρό πολέμου.
Αναπτύσσουν τα φυσικά προσόντα, προετοιμάζουνε τον στρατιώτη ν' αντιμετωπίσει τη δοκιμασία των μαχών, αλλά και η φυσική σκληραγωγία που αποκτάται με τα «σπορ» (τον αθλητισμό) και με την εξάσκηση, τον προετοιμάζει επίσης να υποφέρει τις αντιξοότητες που υφίσταται πολύ συχνά μέσα στους μοντέρνους τρόπους ζωής. Εξαίροντας τα ανθρώπινα προσόντα που πρέπει να ενώνουν τους μαχόμενους μέσα στην προσπάθεια ή μπροστά στον κίνδυνο, δημιουργούν αυτήν την αλληλεγγύη την τόσο απαραίτητη στην κοινωνική ζωή στους κόλπους των συνόλων μας. Καλλιεργώντας τις ηθικές ανθρώπινες αξίες που αναδεικνύουν τον ήρωα στο πεδίο μάχης, συμβάλλουν ώστε να ενισχυθούν και εκείνες που πρέπει να δώσουν ψυχή για οποιαδήποτε ζωή στην πολιτεία.
Συμβαίνει μερικοί υπαξιωματικοί να έχουν καθήκον να προετοιμάσουν για τη μάχη άνδρες λιγότερο νέους ή που έχουν σπουδάσει περισσότερο ή που έχουν αποκτήσει τίτλους πιο υψηλούς. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να εκπλήσσει παρά μόνο επιπόλαια πνεύματα. Ένας διευθύνων ώριμης ηλικίας, εφοδιασμένος με διπλώματα θα εμπιστευθεί τις αρμοδιότητες ενός νέου δασκάλου του σκι, αν θέλει ν' αποκτήσει μια σωστή εξάσκηση για το σπορ αυτό. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε πειθαρχία, το ίδιο συμβαίνει με τον νεοσύλλεκτο, τον οποίον πρέπει να κάνει αυτό που δεν είναι ο ίδιος και αυτό που είναι ο υπαξιωματικός: ένα στρατιώτη.
Η δεύτερη αποστολή που επιβαρύνει τους υπαξιωματικούς είναι η στελέχωση των ενοτήτων. Κάθε οργανωμένο σύνολο προϋποθέτει καταμερισμό των εργασιών και ευθυνών. Γι’ αυτό απαραίτητα μέσα είναι η Ιεραρχία και η πειθαρχία. Η σκοπιμότητα που τα δικαιολογεί θεμελιώνεται πάνω στην αρμοδιότητα και στον παραδειγματισμό. Μέσα στην στελέχωση των ενοτήτων, η εξουσία δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στον φόβο ούτε στον περιορισμό, ούτε αντιστρόφως σε μέτριους συμβιβασμούς με τους κατώτερους, πρέπει να επιβεβαιώνεται με το παράδειγμα και την ικανότητα.
Το είδος της αρχής δεν μπορεί πια να είναι σήμερα το ίδιο με εκείνο που ήταν πριν τριάντα ή πενήντα χρόνια, είναι γεγονός. Ο σύγχρονος υπαξιωματικός είναι ο δάσκαλος αυτός που ξέρει, αυτός που δείχνει, αυτός που τον επιβάλλουν οι τίτλοι του και τα προσόντα του.
Είναι το παράδειγμα με το οποίο ο υπαξιωματικός κάνει αξιοσέβαστο, όχι μόνο το βαθμό του, και το γαλόνι του, αλλά και την προσωπικότητα του — είναι τα παράδειγμα με το οποίο ο υπαξιωματικός όπως κάθε αρχηγός, κατακτά την εξουσία του και επιβεβαιώνει — η λέξη δεν είναι υπερβολική — την ακτινοβολία του.
Ότι η στολή, η άσκηση της πειθαρχίας και η επαγγελματική συνείδηση προκαλούν το σεβασμό, αυτό υπήρξε πάντοτε η αλήθεια και είναι ανάγκη σήμερα. Πίσω από ένα επιφανειακό σκεπτικισμό υπάρχει, μέσα στη νεολαία μας αυτό που ήταν πάντοτε το προνόμιο όλων των νεολαίων: Μια μεγάλη ανάγκη ενθουσιασμού και ιδανικού. Πρέπει ακόμη να το αναγνωρίζουμε και να το ενθαρρύνουμε.
Ουσιαστικό ατού στην αποστολή του υπαξιωματικού είναι ότι η εξουσία του αποβλέπει στο να επιβεβαιώσει την πειθαρχία της ενότητας και την εκτέλεση των αποστολών που είναι καθορισμένες με διαταγές.
Το πρώτο καθήκον είναι δυσχερές: Η νεολαία την οποία πρέπει να πειθαρχήσεις και να ξέρεις να την πλησιάσεις, είναι συνεπαρμένη από ελευθερία, η ευρεία τόση του συμφιλιωτισμού της σύγχρονης κοινωνίας δεν την έχει προετοιμάσει για τις αντιξοότητες της συλλογικής ζωής. Πρόκειται λοιπόν περισσότερο να πείσεις παρά να εξαναγκάσεις να κάνεις να καταλάβει ότι το αντικείμενο της στρατιωτικής πειθαρχίας είναι, να κάνεις τους ανθρώπους κατάλληλους (ικανούς) να εκτελέσουν μια δεδομένη αποστολή μέσα στο κλίμα της μάχης και του πολέμου. Πρέπει να εξηγήσεις ότι η ασφάλεια όλων εξαρτάται από την πειθαρχία του καθ' ενός, όπως μέσα στο εργαστήριο ή στο ανθρακωρυχείο. Πρέπει να δείξεις ότι είναι απαραίτητο να σέβεσαι τους αυστηρούς κανονισμούς για να συγκεντρώσεις τα μέσα του καθ' ενός και να φθάσεις στην μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της ομάδας. Αυτή η πράξις της πειθούς είναι απαραίτητη για να αποκτήσεις όχι μια τυπική και καρτερική πειθαρχία, αλλά την συνένωση της ψυχής και του πνεύματος.
Την εκπλήρωση της αποστολής ο υπαξιωματικός την δέχεται από τους ανωτέρους του με μια διαταγή. Πρέπει να την εκτελέσει — να κάνει να εκτελεσθεί — με το πνεύμα της ίδιας της διαταγής. Έτσι ο υπαξιωματικός βρίσκεται στο σύνδεσμο ανάμεσα στην απόφαση και την εκτέλεση. Συμμετέχει στην μια καθώς και στην άλλη και αποτελεί τον δεσμό ανάμεσα σ' αυτούς που* σκέπτονται και σ' αυτούς που εκτελούν. Σ' αυτούς που σκέπτονται μεταφέρει με την συγκεκριμένη του πείρα μια ακριβή διάβλεψη αυτών που μπορούν να περιμένουν από τα τεθέντα σε λειτουργία μέσα, σ' αυτούς που εκτελούν μεταφέρει το πνεύμα της αποστολής που θα διαφωτίσει το έργο του καθ' ενός και θα χρησιμεύσει για θεμέλιο στις πρωτοβουλίες.
Όλα τα προηγούμενα μας οδηγούν στο προφανές συμπέρασμα ότι ο υπαξιωματικός είναι ένα στέλεχος «επαφής». Οι λειτουργίες του, τον οδηγούν στο να είναι πολύ κοντά στον άνδρα της σειράς, στη δουλειά του, στην καθημερινή του ζωή, και κατά συνέπεια στις ανησυχίες και τις έννοιες του. Εδώ βρίσκεται μια αλήθεια όλων των καιρών της οποίας, όμως η ισχύς είναι α­κόμη μεγαλύτερη μέσα στον οργανισμό του συγχρόνου στρατού. Το κύτταρο ή το φορτίο, η ψυχή αυτής της μικρής ομάδας, αυτός είναι ο υπαξιωματικός.
Να, λοιπόν, που δημιουργεί λεπτές καταστάσεις. Πρέπει να είναι προσιτός χωρίς να είναι οικείος, πρέπει να γίνεται σεβα­στός χωρίς να είναι ξέμακρος. Αλλά από την άλλη πλευρά να γιατί στις ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργεί μια προνομιούχα θέ­ση. Ο αρχηγός της ομάδας, στην πραγματικότητα, επιτρέπει στον εαυτό του να παίζει, ένα ρόλο εξαιρετικά κοινωνικό, σαν οδηγός, σαν έμπιστος. Όπως γνωρίζει τα προβλήματα του καθ' ενός από τους άνδρες του ο υπαξιωματικός μπορεί να βοηθήσει επίσης για να τα λύσει είτε ο ίδιος με την εμπειρία ή με την εμπειρία των αρχαιοτέρων του, είτε προκαλώντας την προσοχή των ανωτέρων του σε δύσκολες περιπτώσεις.
Θα προσθέσω ότι ο υπαξιωματικός είναι που δίνει σε κάθε διαταγή την ανθρώπινη υπόσταση της. Ο Στρατός δεν θέτει σε κίνηση ρομπότ αλλά ανθρώπους, των οποίων οι αντιδράσεις γίνονται αντιληπτές και εκτιμώνται. Ο υπαξιωματικός συμβάλλει σ' αυτό περισσότερο, από κάθε άλλον επιτρέποντας στην αρχή να παραμείνει πάντοτε προσιτή και συγκεκριμένη: Εδώ έγκειται η ουσιώδης συμβολή του στην συνοχή και την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αν υπάρχει μια σταδιοδρομία, που ανταποκρίνεται στην εσωτερική κλήση (τάση), αυτή είναι η σταδιοδρομία του στρατού. Το στρατιωτικό επάγγελμα, έγραφε ο Στρατηγός DE GAULΕ (Ντεγκώλ) σας δίνει για όλη σας τη ζωή της σταθεράς της συγκινητικής περιπέτειας που είναι η εξουσία, στην οποία αναμιγνύονται η δράση, ο κίνδυνος, η υπευθυνότητα... Αλλά, πρόσθεσε, αυτό το επάγγελμα ζητάει ατέλειωτα από τον άνθρωπο.
Πρέπει να είναι εκεί όταν τον ζητούν, να μένει ενώ ήθελε να φύγει, να φύγει, ενώ θα ήθελε να μείνει... Έτσι, προεκλίθησαν δυο από τις υπηρεσίες που επιβάλλονται σ' αυτούς οι οποίοι έχουν διαλέξει να υπηρετούν το Έθνος με τα όπλα: διαθεσιμότητα και κινητικότητα.
Να είσαι διαθέσιμος, αυτό σημαίνει να είσαι έτοιμος ν' ανταποκριθείς στις απαιτήσεις τις οποίες επιβάλλουν οι λειτουργικές αναγκαιότητες, και αυτό προκαλεί σταθερότητα υπηρεσίας και δραστηριότητες διαφόρων φύσεων κατά τις περιόδους, οι οποίες είναι αφιερωμένες στην ησυχία και την ανάπαυση.
Η δεύτερη σκλαβιά είναι η κινητικότητα. Αυτή, η οποία έγινε απαραίτητη τόσο για τις ανάγκες της ενότητας όσο για τον σχηματισμό προσωπικού, εξ ου και περιοδικές μεταβολές κατά κύριο λόγο μετριασμένες στο μάξιμουμ για τους υπαξιωματικούς, οι οποίοι πρέπει να παραμείνουν εγγυητές της σταθερότητας, δηλαδή της (εσωτερικής) ενότητας των στρατιωτικών διαπλάσεων.

Γιώργος Εμμανουηλίδης
Δικηγόρος
Στουρνάρη 32 – Αθήνα
τηλ. 210-5226613, 5241943

Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ

Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ
 
Στο Σύνταγμα μας, τόσο σ' αυτό που ισχύει, όσο και στα παλαιότερα υπάρχει η διάταξη του άρθρου 10 που κατοχυρώνει το δικαίωμα του «Αναφέρεσθαι προς τας Αρχάς» του Έλληνα πολίτη.
Επειδή κάθε διάταξη του θεμελιώδους Πολιτειακού Νόμου έχει την φιλοσοφία της και την ιστορία της, θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι το δικαίωμα του αναφέρεσθαι δεν δίδει ένα τυπικό δικαίωμα στον κάθε πολίτη να παρουσιάζεται στις Αρχές για να ικανοποιήσει κάποιο αίτημα του, διότι η πρόσβαση προς τα κλιμάκια της διοικήσεως, ακόμα και τα πιο απροσπέλαστα, δεν είναι και τόσο δύσκολο πράγμα για την Ελληνική πραγματικότητα.
Εντελώς διαφορετικά είναι τα κίνητρα και οι λόγοι που επέβαλαν την καθιέρωση του και μάλιστα με την περιβολή του ισχυρού Συνταγματικού Νομικού μανδύα και το κατέταξαν ισότιμο με τα άλλα ατομικά δικαιώματα. Γενικά τα ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και το του αναφέρεσθαι, αποτελούν φραγμό κατά της αυθαιρεσίας της Κρατικής ισχύος και Εξουσίας και των παρανομούντων οργάνων της.
Είναι γνωστό ότι στις μορφές των πολιτευμάτων όπου η βούληση του λαού δεν έπαιζε ρόλο στην άσκηση της πολιτειακής και της πολιτικής εξουσίας, η Κρατική βούληση, εκφράζονταν στην πυραμίδα της Ιεραρχίας από την βούληση του μονάρχη φεουδάρχη ή θεοκράτη. Η επιβολή της βούλησης αυτής περιεβάλλετο τον τύπο μιας «χάρτας» που η γνησιότητα της επικυρωνόταν με την τυπική εναπόθεση της βούλας (δακτυλίδι του εκδόντος) και εν συνεχεία μετεφέρετο προς εκτέλεση στα όργανα της κρατικής εξουσίας.
Με τον τρόπο αυτό η τυπική νομιμότητα και η ταύτιση της με την βούληση του μονάρχη και των εκτελεστικών οργάνων ήταν απόλυτη, χωρίς να επιτρέπει την παραμικρή παρέκκλιση από τα διαταχθέντα, αλλά και κάθε προβαλλόμενη αντίρρηση, στηριζομένη στην λογική, τον φυσικό Νόμο και την ηθική, κατεπνίγετο χωρίς οίκτο αφού το εκτελεστικό όργανο δεν αμφισβητούσε την νομιμότητα της και περιωρίζετο στον έλεγχο των τυπικών εξωτερικών γνωρισμάτων της γνησιότητας της.
Το είδος αυτό της διακυβέρνησης έδωσε μάλλον αρνητικά και φρικιαστικά παραδείγματα εγκληματικής δραστηριότητας, (Ηρώδης, Αυτοκρατορίες, Τουρκικό Σουλτανάτο, Χίτλερ κλπ.), παρά το γεγονός ότι η Μακιαβελική θεωρία του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», έχει ακόμα πολλούς θιασώτες, οι οποίοι όμως οπωσδήποτε βρίσκονται μακριά από την στυγνή πραγματικότητα, όταν ασπάζονται θεωρητικά τον τρόπο αυτόν του διοικείν.
Τα ατομικά δικαιώματα λοιπόν είναι ένα μέσον και ένας τρόπος να τεθεί φραγμός στην αυθαιρεσία, αλλά και ένας τρόπος έλεγχου των πράξεων της Κρατικής Διοικήσεως.
Έτσι επιτυγχάνεται η προστασία του πολίτη, αλλά και ο έλεγχος της ουσίας των πράξεων της Διοικήσεως, καθώς και η αποκάλυψη των παρανομιών.
Για να είναι όμως πιο αποτελεσματική η διάταξη, εκτός από το δικαίωμα της αναφοράς (εγγράφου αλλά άτυπης), η σχετική διάταξη ορίζει όπως, οι Αρχές προς τις οποίες απευθύνονται οι αναφορές είναι υποχρεωμένες να ερευνούν την ουσία των αναφερομένων και να δίδουν απάντηση.
Πέρα δε από αυτό δεν είναι δυνατό να τεθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο αναφερών υπό ποινική ή πειθαρχική δίωξη, προτού δοθεί η τελική απάντηση και οπωσδήποτε η δίωξη απαιτεί την χορήγηση αδείας από την Αρχή προς την οποία υποβλήθηκε η αναφορά, άλλως η δίωξη είναι απαράδεκτη και πρέπει να τίθεται στο Αρχείο.
Η διάταξη βέβαια ισχύει για όλους τους Έλληνες και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσουν εξαίρεση και οι στρατιωτικοί.
θα πρέπει όμως να διευκρινισθεί ότι «αναφορά» όπως την θέλει το Σύνταγμα δεν είναι οποιαδήποτε αίτηση, αλλά μόνο εκείνη η οποία περιέχει ουσιαστικές αιτιάσεις και παράπονα για ενέργειες της διοικήσεως.
Επομένως το άρθρο 10 του Συντάγματος περιλαμβάνει μόνο ορισμένο είδος αναφορών.
Από το είδος των αναφορών αυτών δεν θα πρέπει να εξαιρεθούν και οι αναφορές των Στρατιωτικών, οι οποίες σαφώς και λεπτομερώς καθορίζονται στους Στρατιωτικούς Κανονισμούς.
Επειδή όμως υπάρχει γύρω από την αναφορά των στρατιωτικών μια καθιερωμένη νοοτροπία που την θέλει να περιέχει ορισμένα αυστηρά τυπικά στοιχεία και ύφος σεβασμού, πράγμα: που καθιστά την αναφορά γι' αυτόν που την υποβάλλει να διακατέχεται από άγχος για το καλώς ή κακώς υπεβλήθη και που τελικά αποδυναμώνει το δικαίωμα προτού ακόμη ασκηθεί, θα: πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι κατ’ αρχήν η παλαιά νοοτροπία των διοικήσεων περί της εκ προοιμίου απορρίψεως της υποβληθείσης αναφοράς για τυπικές ελλείψεις (λάθη, ασυνταξίες, μη προσήκον ύφος, τυπολατρία κλπ.) επί ποινή επιβολής ποινής,, θα πρέπει να παραμερίζεται προκειμένου να εφαρμόζεται σωστά το Σύνταγμα και ο Νόμος.
Τέτοια παραδείγματα αυθαιρεσιών βρίθουν στην καθημερινή στρατιωτική ζωή, πλην όμως η νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας, φρονούμε, δεν προάγει το συμφέρον της Υπηρεσίας αλλά αντίθετα πιθανόν να εξυπηρετεί δόλιους σκοπούς και παρέχει δυνατότητα αποκρύψεως της παρανομίας.
Φθάσαμε λοιπόν κάποτε στο άτοπο να υποβάλλονται αναφορές με συγκεκριμένες αιτιάσεις, εύλογα παράπονα, ή συγκεκριμένες καταγγελίες και υποστήριξη νομίμων δικαιωμάτων, που επεστράφησαν με επιβολή ποινής γιατί αντί του διφθόγγου η λέξη εγράφετο με «ένα γράμμα» ή ετονίζετο με «ψιλή» αντί «δα­σείας», ή «βαρείας», εάν δε ποτέ η αναφορά κατόρθωνε να ξεπεράσει το φράγμα του πρώτου κλιμακίου της διοικήσεως, επεστρέφετο πάλι με επιβολή ποινής διότι «Ο αναφερών απασχόλησε την Υπηρεσία», όπως είχε καθιερώσει σαν «τρόπο διοικήσεως» κάποιος «πολύς» επιτελής του ΑΤΑ και του ΓΕΑ.
Είναι αστεία όμως και η όλη ενέργεια και η έκφραση «απησχόλησε την Υπηρεσία», διότι αυτό θυμίζει Στρατό χωρίς στρατιώτες και Κράτος χωρίς πολίτες. Εάν δηλαδή δεν υπήρχαν διοικούμενοι δεν θα υπήρχε ανάγκη να απασχολείται η Υπηρεσία γενικά δε η Κρατική Μηχανή.
Απ' όλα τα παραπάνω λοιπόν προκύπτει ότι:
Το Σύνταγμα και οι κανονισμοί σωστά ορίζουν τα του δικαιώματος του αναφέρεσθαι, αλλά τόσο οι αναφερόντες όσο και οι διοικήσεις θα πρέπει να απαλλαγούν από τα πλέγματα της. νοοτροπίας και τις ενοχές του παρελθόντος και να αντιμετωπίσουν σωστά ορθολογικά και στα πλαίσια του Νόμου, το θέμα των αναφορών.
Πρέπει να σταματήσει η αυθαιρεσία του «πάρ' την πίσω γιατί είναι απαράδεκτη και θα σε τιμωρήσω», καθώς και της άλλης νοοτροπίας ότι με το να υποβάλλεται πληθώρα αναφορά παραπόνων προς τα προϊστάμενα κλιμάκια διοικήσεως, σημαίνει ότι εκτίθεται ο Διοικητής.
Από την άλλη όμως πλευρά των Διοικούμενων θα πρέπει, εκτός των τύπων η αναφορά να περιέχει ουσιαστικό αίτημα ή καταγγελία, ή εν πάση περιπτώσει να γίνεται με λίγα λόγια κατανοητό το περιεχόμενο, ώστε να μπορεί η Διοίκηση να ενεργήσει σωστά.
Δεν θα πρέπει να απορρίπτεται ασυζητητεί μια αναφορά η οποία αναφέρει παρατυπίες, παρανομίες ή αξιόποινες πράξεις, έστω και αν αυτές φαίνονται εκ πρώτης όψεως συκοφαντικές ή εξυβριστικές διότι τότε ακριβώς δεν εφαρμόζεται το Σύνταγμα και ο επιστρέφων την αναφορά, ως απαράδεκτη Διοικητής, είναι ποινικώς υπεύθυνος για παράβαση καθήκοντος, διότι έχει υποχρέωση από το Σύνταγμα να ερευνήσει την ουσία, δηλαδή αν τα καταγγελλόμενα είναι ή όχι αληθή και όχι αν η αναφορά περιέχει ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη, ή δεν είναι γραμμένη στο προσήκον ύφος, γιατί τότε ο Διοικητής αυτός μας θυμίζει το ευρέως διαδεδομένο στο στράτευμα ευτράπελο ανέκδοτο, ότι όταν κάποιος αγνός και τίμιος κατώτερος είδε τον ανώτερο του να παρανομεί και του το ανέφερε (ότι τον αντελήφθη να κλέβει), ο παρανομών ανώτερος σε άγριο ύφος και με την τιμωρία στο στόμα απάντησε «ώστε με διαψεύδεις και με συκοφαντείς, 10 μέ­ρες φυλακή».
Έτσι ο καταγγείλας την κλοπή έγινε συκοφάντης και η παρασιώπησή της έγινε προσόν για προαγωγή του ανωτέρου.
Με όσα γράφτηκαν παραπάνω δεν σημαίνει ότι ένας σωστός και γνώστης της αποστολής του και των καθηκόντων του Διοικητής δεν γνωρίζει τι σημαίνει «αναφορά».
Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι το θέμα «αναφορά» σημαίνει σωστή εφαρμογή του Συντάγματος των Νόμων και των Κανονισμών και όχι νοοτροπία του «δεν γνωρίζω τι λέει το Σύνταγμα, εγώ ξέρω τι λένε οι διαταγές». Οι διαταγές και οι κανονι­σμοί όταν ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σωστά δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα.
Καλή διοίκηση σημαίνει ουσιαστική αντιμετώπιση κάθε αναφοράς και εν πάση περιπτώσει υποδείξεις και σωστή διαπαιδαγώγηση για τα δικαιώματα των Διοικούμενων.
Αν πράγματι ο κατώτερος με την αναφορά του αποδείχτηκε ότι είπε ψέματα ή συκοφάντησε ή εξέθεσε την Διοίκηση, το Σύνταγμα και οι συνάδοντες προς αυτό κανονισμοί παρέχουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για την τιμωρία του συκοφάντη. Η τιμωρία όμως θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει μετά την έρευνα των αναφερομένων και μετά την έγγραφη απάντηση της Διοικήσεως.
Έτσι κατοχυρώνεται και η Διοίκηση από τυχόν βεβιασμένες ενέργειες που την εκθέτουν στα ανώτερα κλιμάκια Διοικήσεως αλλά και εκτός του Στρατεύματος, όταν στα Ανώτατο Δικαστήρια της χώρας (Άρειο Πάγο - Συμβούλιο της Επικρατείας) διαπιστώνεται ότι η Διοίκηση παρενόμησε και ακυρώνονται Δικαστικές αποφάσεις και Διοικητικές Πράξεις.
Βέβαια από τότε που θα κινηθεί μια διαδικασία μέχρι που θα καταλήξει οριστικά σε ακύρωση και δικαίωση του αδικηθέντος θα περάσει πολύς χρόνος και εκείνος που αδικήθηκε οπωσδήποτε θα έχει υποστεί ηθική μείωση, ψυχική δοκιμασία και οικονομική αφαίμαξη.
Ενώ λοιπόν απ’ αρχής ήτο δυνατόν να προληφθεί η αδικία, εν τούτοις χάρις στις παράνομες ενέργειες της Διοικήσεως δεν αντιμετωπίζεται σωστά το θέμα, και δημιουργείται διελκυστίνδα συγκρούσεων μεταξύ διοικήσεως και διοικούμενων, ο θύτης γίνεται θύμα και όταν επέρχεται η δικαίωση τότε είναι πλέον πολύ αργά.
Ο παρανομήσας Διοικητής ή ανώτερος είναι ήδη άτρωτος, αν δε εναντίον του κινηθεί κάποια διαδικασία για αυθαιρεσία, σταματάει ελλείψει αποδείξεων ή των στοιχείων που απαιτεί ο Νόμος.
Παρ' όλα αυτά όμως το τεράστιο ηθικό θέμα δεν παύει να είναι εις βάρος εκείνων οι οποίοι παρενόμησαν
Κλείνοντας θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι σωστή διοίκηση σημαίνει και απονομή δικαιοσύνης και δίκαιο είναι να μην καταδικάζεις κάποιον, αν δεν τον ακούσεις, αν δεν ερευνήσεις και δεν αξιολογήσεις, τις αποδείξεις πριν αποφασίσεις.

                                                                                               
Γιώργος Εμμανουηλίδης
Δικηγόρος
Στουρνάρη 32 – Αθήνα
τηλ. 210-5226613, 5241943